- εμπυρσεύω
- ἐμπυρσεύω (Μ)1. πυρακτώνω2. μέσ. παίρνω πυρσό, φωτιά («ἴνα ἐμπυρσεύηται ἀπὸ τοῡ τῶν φώτων πατρός», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπυρσεύεσθαι — ἐμπυρσεύω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυρσεύων — ἐμπυρσεύω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)